Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Ένας καφές με την Κριστίν Ρος*

--- «[…] Λοιπόν, νομίζω ότι, ήδη από την αρχή, αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον για το ΄68 είναι αυτή η διαδικασία κατά την οποία οι άνθρωποι εγκατέλειψαν ως επί το πλείστον τις κοινωνικές τους λειτουργίες στη διάρκεια αυτής της χρονική περιόδου. Οι σπουδαστές σταμάτησαν να σπουδάζουν, οι εργαζόμενοι σταμάτησαν να εργάζονται, οι αγρότες σταμάτησαν να καλλιεργούν, οι καλλιτέχνες σταμάτησαν να ζωγραφίζουν και έκαναν αφίσες, αλλά, ξέρετε, δεν απομονώθηκαν στα στούντιό τους προσπαθώντας να ζωγραφίσουν. Υπάρχουν, λοιπόν, ήδη αυτές οι συζητήσεις σχετικά με τον ασήμαντο αστικό καταμερισμό ρόλων και θέσεων. Και σε αυτή την περίοδο του ΄68 ένα χαρακτηριστικό είναι η προθυμία των ανθρώπων να εγκαταλείψουν αυτόν τον καταμερισμό και να υπερβούν ό,τι καθηλώνει την ταυτότητά τους, ουσιαστικά να το εγκαταλείψουν για λίγο. Συνεπώς, εάν προχωρήσουμε περισσότερο στην ίδια γραμμή σκέψης, θα δούμε ότι το είδος της νέας πολιτικής διάνοιας που εκπροσωπούν εγχειρήματα όπως η zad είναι η διεύρυνση αυτή
Πρόσφατες αναρτήσεις

Αντί καλημέρας [Ημερολόγιο]

=== Ο έρωτας είναι αναπόδραστος. Μην βαυκαλίζεσαι, ο έρωτας σε εγκαταλείπει, δεν τον εγκαταλείπεις ποτέ. Ο έρωτας είναι βόλτα με κλεμμένο αυτοκίνητο. Το κλεμμένο αυτοκίνητο είσαι εσύ. Ο έρωτας είναι για όλους. Αν δεν είναι για σένα, έχεις πάψει από καιρό να νιώθεις, να είσαι ελεύθερος/η. Ναι, ξέρω, ο πόνος της εγκατάλειψης είναι δυσβάσταχτος, αλλά, ξέρεις, έρχεται πάντα... στο τέλος. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις, γιατί η χαρά δεν δωρίζεται, κερδίζεται. Η χαρά του έρωτα είναι η πιο άγρια χαρά, σε θρέφει γενναιόδωρα: να πας στο θάνατο χορτάτος/η. Ο έρωτας είναι η ζωή. Ζήσε τη ζωή, σημαίνει- σ' αρέσει, δε σ' αρέσει- ερωτεύσου. (Α.Τ.) Φωτογραφία εικονογράφησης: Α.Τ. (Μάρτιος 2018)  ===

Φραντς Κάφκα*

=== «Ήταν σαν η ντροπή να εξακολουθούσε να ζει μετά απ’ αυτόν». Μ’ αυτές τις λέξεις τελειώνει η Δίκη . Αντίστοιχη καθώς είναι προς τη «στοιχειώδη καθαρότητα συναισθήματος» η ντροπή αποτελεί για τον Κάφκα την ισχυρότερη σωματική κίνηση. Οπωσδήποτε, έχει μια διττή όψη. Η ντροπή είναι μια οικεία ανθρώπινη αντίδραση, αλλά συγχρόνως ενέχει κοινωνικές αξιώσεις. Η ντροπή δεν είναι μόνο ντροπή ενώπιον των άλλων, αλλά μπορεί να είναι επίσης ντροπή που αισθάνεται κανείς γι’ αυτούς. Η ντροπή στον Κάφκα, λοιπόν, δεν είναι περισσότερο προσωπική απ’ όσο η ζωή και η σκέψη που την κυβερνούν και που έχει περιγράψει μ’ αυτόν τον τρόπο: «Δεν ζει για χάρη της δικής του ζωής, δεν σκέφτεται για χάρη της δικής του σκέψης. Αισθάνεται σαν να ζει και να σκέφτεται κάτω από τη βία μιας οικογένειας […] Εξαιτίας αυτής της άγνωστης οικογένειας […] δεν μπορεί να απελευθερωθεί». *ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ, Walter Benjamin , Μετάφραση Στέφανου Ροζάνη, Εκδόσεις Έρασμος (2017) ( Α.Τ.) ===

Ο πόθος για ζωγραφική*

=== Δυστυχής ίσως ο άνθρωπος, αλλά ευτυχής ο καλλιτέχνης που τον ξεσχίζει ο πόθος! Φλέγομαι να ζωγραφίσω εκείνη που μου φανερώθηκε σπανιότατα και που δραπέτευσε ταχύτατα σαν κάτι όμορφο και ποθητό που χάνει πίσω του ο ταξιδιώτης, παρασυρμένος μέσα στη νύχτα. Πόσος καιρός ήδη πάει που εξαφανίστηκε! Είναι ωραία, και κάτι περισσότερο από ωραία˙ είναι εκπληκτική. Το μαύρο αφθονεί πάνω της: και το σύνολο που εκείνη εμπνέει είναι νυχτερινό και βαθύ. Τα μάτια της είναι δυο σπήλαια όπου σπιθίζει αμυδρά το μυστήριο, και το βλέμμα της λάμπει σαν αστραπή: είναι μια έκρηξη μέσα στο έρεβος. Θα μπορούσα να τη συγκρίνω με μαύρον ήλιο, αν μας ήταν δυνατόν να συλλάβουμε ένα μαύρο άστρο που διαχέει το φως και την ευτυχία. Αλλά κατευθύνει τη σκέψη μας μάλλον προς τη σελήνη, η οποία την έχει αναμφίβολα σφραγίσει με την απειλητική επιρροή της˙ όχι η λευκή σελήνη των ειδυλλίων, που μοιάζει με ψυχρή νύφη, αλλά η δυσοίωνη και μεθυστική σελήνη, μετέωρη στο βάθος μιας θυελλώδους νύχτας και κυνηγη

Οικονομία της αγοράς ή ηθική οικονομία*

=== […] Η κραυγή για «οικονομική δικαιοσύνη» είναι τόσο παλιά όσο και η ύπαρξη οικονομικής εκμετάλλευσης. Πρόσφατα αυτή η κραυγή έχει χάσει την υψηλή θέση που κατείχε στη δική μας αντίληψη της ηθικής ή, για την ακρίβεια, έχει εκπέσει σε μια υποδεέστερη θέση εξαιτίας της υπεροικονομικής έμφασης που δίνεται στην «πνευματικότητα» σε αντιδιαστολή με την «υλικότητα». Μ’ αυτή την έννοια είναι εύκολο να καταλάβουμε το μεγάλο Γερμανό στοχαστή Τέοντορ Αντόρνο όταν, μια γενιά πριν, με οξυδέρκεια παρατηρούσε: «Υπάρχει τρυφερότητα μόνο στο χοντροκομμένο αίτημα ότι κανείς δεν πρέπει να πεινάσει ξανά». Όσο υπερβολική κι αν φαίνεται αυτή η αντίληψη περί τρυφερότητας είναι ένα απόλυτα δίκαιο χαστούκι στο πρόσωπο εκείνων των προνομιούχων στρωμάτων των οποίων η «καλοζωισμένη πλεονεξία» για τα ωραία πράγματα συνδυάζεται με την «καλοζωισμένη πλεονεξία» για τα φτιαχτά προβλήματα του μαραζωμένου και πληκτικού εγώ τους. Εκ των πραγμάτων ήρθε ο καιρός να αποκαταστήσουμε την ηθική διάσταση αυτού που

Αναθεωρώντας την ηθική, τη φύση και την κοινωνία*

--- «[…] Η τοπική αυτοδιοίκηση είναι πλάι μας, είναι ενυπόστατη και πάντα παρούσα στη ζωή μας. Αντίθετα το εθνικό κράτος είναι απομακρυσμένο, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα ιδεολογικό προϊόν και απέναντι στην εμπειρία των κοινών ανθρώπων συνιστά μια αιθέρια, αφηρημένη οντότητα εκτός από τις περιπτώσεις που εισβάλλει στο προσωπικό τους περιβάλλον με τις απαιτήσεις του. Η εθνικότητά μας τείνει να είναι ένα συμβάν κατασκευασμένο από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι πρωτεύουσες των Πολιτειών μας δεν είναι τίποτα άλλο από κράχτες για τους τουρίστες. Όταν επιστρέφουμε από αυτές στα σπίτια μας δεν επανερχόμαστε μόνο σε ένα προσωπικό κόσμο που τον αποκαλούμε σπίτι μας, αλλά και σε ένα χωριό, μια κωμόπολη, μια γειτονιά ή μια πόλη που είναι η πραγματική εστία της ζωής μας ως κοινωνικών και πολιτικών όντων. Τα υπόλοιπα είναι πλασματικά και αποτελούν περισσότερο φτιαχτές παρά αυθόρμητες καταστάσεις. Το να στοχαστούμε πάνω στις πραγματικές συνθήκες της ζωής μας σημαίνει να διαλύσουμε την ομί

Ο παράλογος άνθρωπος: Το θέατρο*

--- «[…] Στον καθημερινό άνθρωπο δεν αρέσει καθόλου να χαζεύει. Όλα τον ωθούν στο αντίθετο. Συγχρόνως, όμως, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι ο εαυτός του, κυρίως αυτό που θα μπορούσε να είναι. Από εδώ ξεκινάει το ενδιαφέρον του για το θέατρο, για το θέαμα, όπου του παρουσιάζονται τόσα πεπρωμένα που του προσφέρουν την ποίησή τους δίχως την οδύνη της πίκρας τους. Εδώ, τουλάχιστον, αναγνωρίζουμε τον χωρίς συνείδηση άνθρωπο που συνεχίζει βιαστικά την πορεία του προς κάποια άγνωστη ελπίδα. Ο παράλογος άνθρωπος αρχίζει εκεί όπου ο άλλος τελειώνει, εκεί όπου, σταματώντας να θαυμάζει το παιχνίδι, το πνεύμα θέλει να πάρει μέρος σ’ αυτό. Να διεισδύσει σ’ όλες τούτες τις ζωές, να δοκιμάσει την πολλαπλότητά τους, συγκεκριμένα να τις υποδυθεί. Δεν λέω ότι γενικά οι ηθοποιοί υπακούουν σε τούτο το κάλεσμα, ότι είναι παράλογα πλάσματα, αλλά ότι το πεπρωμένο τους είναι ένα παράλογο πεπρωμένο που θα μπορούσε ενδεχομένως να γοητεύσει και να προσελκύσει μια διορατική καρδιά. […] Ο ηθοποιός βασι